κρίνεται

κρίνεται
κρί̱νεται , κρίνω
separate
aor subj mid 3rd sg (epic)
κρί̱νεται , κρίνω
separate
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ПТОЛЕМЕЙ КЛАВДИЙ —     ПТОЛЕМЕЙ КЛАВДИЙ (Πτολεμαῖος ὁ Κλαύδιος, Ἀλεξανδρεύς) (ок. 100 170 н. э.), греческий ученый и философ; работал в Александрии. Сведений о его жизни не сохранилось. Считается, что его основные произведения созданы во времена правления имп.… …   Античная философия

  • ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… …   Dictionary of Greek

  • θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …   Dictionary of Greek

  • μνημείο — Κάθε τι και κυρίως κάθε κτίσμα στήλη, τύμβος κλπ. που προορίζεται να συμβολίσει μια ιδέα ή να τιμήσει και να διαιωνίσει τη μνήμη κάποιου σημαντικού γεγονότος ή προσώπου. Τα προϊστορικά ντόλμεν, οι πυραμίδες, οι τύμβοι, είναι μνημεία αυτού του… …   Dictionary of Greek

  • ωραίο — ονομάζεται καθετί που αρέσει σε εκείνον που το βλέπει, το διαβάζει ή το ακούει, άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή με τις σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρουμένου προσώπου ή… …   Dictionary of Greek

  • мѣритисѧ — МѢР|ИТИСѦ (10), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. Страд. к мѣрити в 1 знач.: о б҃зѣ бо вѣкъ. ни лѣтьми мѣритсѧ. ˫ако же се ѿ на(с) лѣто сл҃нцмь мѣритьсѧ. (μετρεῖται) ГБ XIV, 6г; Величство ѹбо мѣритсѧ. множьство же чтетсѧ. мѣрно ѹбо ѥ(с). могомое миритисѧ [так!] или …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • осоужатисѧ — ОСОУЖА|ТИСѦ (25), ЮСѦ, ѤТЬСА гл. Страд. к осѹжати во 2 знач.: не въдовицѧ ли. ˫ако рабыни растьлѣна осѹжаѥтьсѧ. а дѣва осѹжению любодѣиства. повиньна ѥсть. (καταδικοζεται) КЕ XII, 187а; ˫Ако о малѣ и о велицѣ законъ престѹплениѥ осѹжаютьсѧ. СбТр… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • отъсоудитисѧ — ОТЪСОУ|ДИТИСѦ (2*), ЖОУСѦ, ДИТЬСѦ гл. 1.Отплатиться, воздаться: имьже судомь судите. ѿсудитьсѧ вамъ. (κριϑήσεσϑε) МПр XIV2, 59. 2. Осудиться: могыи и не дѣлаѧ ѧко лихомець ѿсѹдитьсѧ ѿ б҃а (κρίνεται) ПНЧ к. XIV, 139б. Ср. осѹдитисѧ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • EXCALDATIONES — apud Capitolin. Lavacra muliebria sunt, apud Lamprid. in Alex. aqua muliebris, apuo Vopisc. in Carino: quibus raro utebantur Viri, a luxuria alieni, interdum tamen. Lamprid. de Alex. Unctus lavabatur, ita ut vel numquam caldariis, vel raro… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”